- τεκνωθῇ
- τεκνόωfurnishaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'τεκνώθη — ἀ̱τεκνώθη , ἀτεκνόω make childless aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἀτεκνώθη , ἀτεκνόω make childless aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐτεκνώθη , τεκνόω furnish aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… … Dictionary of Greek